
Δεν είναι πως εξερευνά νέο έδαφος ο Δανο-παλαιστίνιος δημιουργός με αυτή του την ιστορία εκδίκησης και ούτε ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για τις θεολογικές αναζητήσεις που κρύβονται στο σκηνικό αυτής της βεντέτας μεταξύ Σουνιτών και Σιιτών. Η επιμονή, όμως, με την οποία εξετάζει το παράδοξο της έκφρασης περί «κλεισίματος του κύκλου της εκδίκησης», ζητώντας κι εκείνος τις ίδιες απαντήσεις με εμάς για τη γέννηση και τη διατήρηση ενός άσβεστου μίσους ανάμεσα σε αδέρφια, συντηρεί πάντα φρέσκια και καθηλωτική την αφήγηση, ακόμα και στις στιγμές που φλερτάρει επικίνδυνα με τον ακραίο μελοδραματισμό.
Ο πρακτικά ερασιτέχνης πρωταγωνιστής Νταρ Σαλίμ (με φυσική παρουσία και δυναμισμό που θυμίζει Βιν Ντίζελ, αλλά με τις ομοιότητες ευτυχώς να σταματούν εκεί) ζωντανεύει τον τραγικό του ήρωα με ένα οργισμένο πάθος που ολοένα εντείνεται χάρη στα ανηλεή και ασφυκτικά κοντινά πλάνα του Σαργκάουι. Ο οποίος λειτουργεί με διαφορετικές αλλά εξίσου νευραλγικές συνισταμένες το δίχως ανάσα σινεμά ενός Γκρίνγκρας αλλά και τη φυσικότητα του Δόγματος, ενώ μάλλον όχι τυχαία, ο σεναριογράφος της «Οικογενειακής Γιορτής» συνυπογράφει το σενάριο και αυτού εδώ του δείγματος μιας νέας γενιάς δανέζικου κινηματογράφου.
Η ταινία στάζει τεστοστερόνη, με την ένταση να ξεχύνεται από κάθε κάδρο ακόμα και όταν η δράση πιάνει την πίσω θέση, παραδίδοντας τα ηνία σε στιγμές χαμηλότερων τόνων αλλά εξίσου νευρώδεις. Είναι σε αυτές τις ήσυχες αλλά διόλου ήρεμες διαπροσωπικές στιγμές που ορίζονται οι παράμετροι αυτής της τραγωδίας, επιτρέποντας στην τελική της έκβαση να ριζωθεί βαθιά στη συνείδηση του θεατή.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ-www.cinemag.gr